|||||





καλαμωτή
Κουρασμένος τόπος που ενώ παλιότερα ήταν αφημένος στην εντροπία του χρόνου, η τωρινή του πολυεθνική κοινωνία κάνει τη σκόνη του λάσπη και ξαναχτίζει τις παλιές πέτρες. Η Καλαμωτή, ένα από τα σημαντικότερα Μαστιχοχώρια, τα τελευταία χρόνια ανακατασκευάζεται δημιουργώντας στα παλιά ερείπια, λιτές κατοικίες με σεβασμό στην ιστορία που κουβαλούν ο χώρος και οι πέτρες του.
Επιστρέφω συνεχώς σ’ αυτό τον τόπο, μεγάλωσα στη φθορά του και τώρα τον παρατηρώ να αναστηλώνεται σιγά σιγά. Περπατώ στα πέτρινα σκεπαστά στενά˙ σφιχτή αρχιτεκτονική δομή,  οικονομία του χώρου, χορταριασμένα ερείπια και ακριβώς δίπλα οι κομψές αναπαλαιώσεις, αλλά και τα τούβλα, οι πλίνθοι, οι μαρμάρινες πλάκες και τα αλουμίνια κουφώματα από παλαιότερες ανακατασκευές του ’70 και του ’80 πριν έρθει η αρχαιολογική υπηρεσία και επιβάλλει κανόνες.
Διαβάζω την ιστορία του χωριού, την παλαιότερη και την πρόσφατη, στις επεμβάσεις των ανθρώπων και στη ζωή που τρέχει από μόνη της και την προτιμώ από τη μουσειακή ομορφιά της αρχαιολογικής συντήρησης και την γραφική αναπαραγωγή ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος που επίμονα προβάλλεται στις καλοκαιρινές γιορτές, σε ταινίες και λευκώματα.
Οι φωτογραφίες δεν θέλουν να αποδείξουν τίποτα, στέκονται δίπλα στις πέτρες και τις παρατηρούν, καταγράφοντας ίσως, τη σιωπή τους.





























... ... ...

δίπλα στις πέτρες ΙΙ

Οι φωτογραφίες είναι από τα χωριά της νότιας χίου, αρμόλια, βέσσα, βουνό, ελάτα, κοινή, καλαμωτή, λιθί, μεστά, ολύμποι, πατρικά, πυργί, φλάτσια.
Είναι το χωριό που γεννήθηκα και τα γειτονικά του, με τους ιστορικούς τους οικισμούς χτισμένους με καστρική δομή από τους γενοβέζους τον 14ο αιώνα. Είναι τα βασικά χωριά που καλλιεργούνται τα μαστιχόδεντρα.
Το θέμα είναι σε εξέλιξη.


αρμόλια
Αργά το απόγευμα, ησυχία στα μπερδεμένα πέτρινα δρομάκια. Ερείπια, αναπαλαιωμένα σπίτια με καλλυμένα τα κουφώματα και όπου χωράνε, μικροί κήποι και περιβολάκια. Γκρεμισμένο από χρόνια ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο, έγινε πάρκινγ και αμήχανη πλατεία διαλύοντας ουσιαστικά το ιστορικό κέντρο του μικρού χωριού. Στην πλατεία, ανοικτό το φροντιστήριο αγγλικών και γαλλικών και το καφενείο, "220 ψήφισαν στις εκλογές".
Δυο βενζινάδικα, σούπερ μάρκετ, φαρμακείο, ζαχαροπλαστείο, δυο ταβέρνες, μπαρ, υδραυλικά, κεραμικά και ελειοτριβείο, όλα από κάτω, στον κεντρικό δρόμο, πέρασμα για τα γύρω χωριά.

βουνό
Πάντα περαστικός από τον κεντρικό δρόμο, δεν είχα ξαναπάει μέσα στο χωριό. Είναι αργά το απόγευμα, κάποιοι έχουν έρθει από το ελαιοτριβείο και ξεφορτώνουν το λάδι. Εσπερινός παραμονή της Παναγίας, γυναίκες πηγαίνουν στην εκκλησία. Σκόρπιες κουβέντες από φωτισμένα παράθυρα. Συμπαγής ο οικισμός, πολλά τα παλιά σπίτια, αλλά τα περισσότερα αναπαλαιωμένα, ελάχιστα τα ερείπια. Ο ξενώνας κλειστός. Στην πλατεία το καφενείο με πεντέξι ηλικιωμένους, απέξω ένα φορτηγάκι με λαχανικά. Πολλοί οι γυρολόγοι στα χωριά, ντόπιοι αγρότες, έμποροι από την πόλη και την αθήνα, τσιγγάνοι, κινέζοι, μπορείς να αγοράσεις τα πάντα στα χωριά χωρίς να κουνηθείς από το σπίτι σου.
Τριγυρνώ με το τελευταίο φως, ένα παλιό κλειστό "αρχοντικό" στα όρια του οικισμού. Πανσέληνος και το φως περνά μέσα στην αυλή. Η εκκλησία τέλειωσε, σκούπισα το αγιάζη από το μηχανάκι, ο ουρανός σαν παγωμένη έκρηξη, σπαρμένος με μικρά σύννεφα.

βέσσα
Ζεστό μεσημέρι, ο ήλιος καίει στις πέτρες. Μια γυναίκα καθαρίζει μαστίχη στο πεζούλι του σπιτιού της. Ησυχία, ελάχιστοι άνθρωποι, περνάει το αυτοκίνητο του μανάβη. Από το μεγάφωνο δυνατά η φωνή του, σπάει τη νωθρή ησυχία.
"Πιο χαμηλά" του λέω. 
"Είναι γέροι δεν ακούνε". 
Πολλά αναπαλαιωμένα κτίρια, πολλά ερείπια, πολύ σκληρή πέτρα. Το καφενείο και η ταβέρνα άδεια, μόνο τα παιδιά του ταβερνιάρη έτρωγαν στο τραπέζι κάτω από το παράθυρο.

ελάτα
Πρώτη φορά που μπαίνω μέσα στο χωριό. Χτισμένο σε μια πλαγιά, τριγυρισμένο από πευκοδάσος, είναι πολύ μεγαλύτερο από όσο φαίνεται από μακριά. Στους στενάχωρους δρόμους μικρά αυτοσχέδια σπίτια με πολλές επεμβάσεις και προσθήκες πάνω στις παλιές πέτρες. Δεν έχει επέμβει εδώ η αρχαιολογική υπηρεσία, έτσι οι κάτοικοι αυτοσχεδιάζουν. Δεν υπάρχει ομοιομορφία, αλλά ίσως υπάρχει περισσότερη αλήθεια... Στο ψηλότερο σημείο η τεράστια για το μέγεθος του χωριού εκκλησία, ξένο σώμα, αστράφτει στο ταπεινό χωριό.
Στην πλατεία δυο καφενεία διακοσμημένα σε καφετέριες, ξένα σώματα κι αυτά στον ιστορικό χρόνο του οικισμού. Αρκετή κίνηση από μηχανάκια, αυτοκίνητα, τρακτέρ που έβγαιναν με φόρα από τα στενά. Ένα αγροτικό πουλούσε μανταρινιές και πορτοκαλιές. Κατηφορίζοντας για το μηχανάκι, ένας πιτσιρικάς έκλεινε την εξώπορτα του σπιτιού του, φορτωμένος με μια ντενεκεδένια θήκη γεμάτη με ξόβεργες. 

λιθί
Ήρθαμε από την παραλία· ζέστη, άπνοια, διάφανα νερά. Το χωριό κρεμασμένο στην πλαγιά κοιτάζει τη θάλασσα δυτικά. Το διασχίζουν δυο δρόμοι παράλληλοι με την πλαγιά. Αρκετά καινούργια και μεγάλα σπίτια στις άκρες, όλα με αλουμίνια κουφώματα. Ούτε από δω πέρασε η αρχαιολογική υπηρεσία. Δυο γυναίκες ετοιμάζονται να μπουν στο αυτοκίνητο, κοιταζόμαστε με την άκρη του ματιού. 
"Αυτός δεν είναι ο..."
Πρέπει να ήταν συμμαθήτρια μου στο σχολείο, γνώρισα τη φωνή καλύτερα από το πρόσωπο.

κοινή
Έφτασα με το τελευταίο φως, σταμάτησα δίπλα στη στάση του λεωφορείου. Απέναντι πέρασε μια γριά και ένα αυτοκίνητο. Μπήκα στη βορειοανατολική πλευρά του χωριού. Ήπιο ανακάτωμα παλιών ανακατασκευασμένων και νέων σπιτιών, τα περισσότερα με μικρά περιβόλια. Φροντισμένο το χωριό, οι πινακίδες στους δρόμους καθαρές με ονόματα από την ιστορία της χίου. Συνάντησα αρκετούς περαστικούς, ήμουν διακριτικός και ήσυχος φωτογραφίζοντας με το τρίποδο, αλλά μάλλον περίεργο θέαμα, νύχτα με κρύο σε ένα χωριό αμάθητο στους τουρίστες και στους φωτογράφους. 
Από όπου κι αν περνούσα γαύγιζαν σκυλιά. Κατηφόρισα στη νοτιοδυτική πλευρά. Πιο παλιός εδώ ο οικισμός με πέτρινα στενά και λιγότερα κατοικημένα σπίτια. Στον εξωτερικό δρόμο ένα μεγάλο σπίτι όμορφα αναπαλαιωμένο, με κλειστά παντζούρια, εκτός από το παράθυρο της κουζίνας που είχε ένα μικρό φως, από τον οριζόντιο ξύλινο δοκό ήταν κρεμασμένα διάφορα μεταλλικά σκεύη.
Επιστρέφοντας κοίταξα ανατολικά τη σελήνη. Μπροστά μου χωράφια, δρόμοι, στύλοι ρεύματος, μηχανάκια και τρακτέρ και στο βάθος τα φώτα των Νενήτων. 
Από το καφενείο βγήκε ένας ηλικιωμένος άντρας και ούρησε στην απέναντι οικοδομή.

πυργί
Εμπειρία κάθε φορά που πηγαίνω στο Δήμο, η πιο απλή συναλλαγή, η πληρωμή του νερού εξελίσσεται σε θρίλερ στα χαοτικά αρχεία του προγράμματος και βγαίνεις να χρωστάς εκατοντάδες ευρώ από προηγούμενα χρόνια.
Κατηφόρισα στο χωριό από την φαρδιά πάνω είσοδο που οδηγεί στο κέντρο. Μυρωδιές φαγητού από τις ανοικτές πόρτες και γυναίκες στις εισόδους και τα πεζούλια που καθαρίζουν μαστίχη.
Παραδώσατε ακόμα;
Απετώρα γιέ μου; Μέχρι το Μάρτη... 
Έχετε και τις ελιές τώρα...
Οι εγιές, να σπείρουμε κουκιά
Να σας βγάλω μια φωτογραφία;
Σ' όλον το κόσμο έχει πάει η φωτογραφία μου. Βγάλεμε γιόκα μου, βγάλε με.
Γάτες, πολλές γάτες σ' όλα τα χωριά, εδώ οι περισσότερες, ήσυχες στα πεζούλια, δίπλα στις γλάστρες, μπροστά στις πόρτες. 
Έχουν επισκευαστεί πολλά σπίτια, αλλά και πολλά είναι αφημένα, γρήγορα εγκλωβίζεσαι στα στενά, σκοτεινά δρομάκια.

ολύμποι
Άφησα το μηχανάκι κοντά στο χείμαρο. Τριγύρο πέτρες, χώματα, πεσμένες περιφράξεις, εργάτες και μηχανήματα. Πριν ένα μήνα ξεχείλισε σπάζοντας ότι υπήρχε στις κοίτες του. Μπήκα στο χωριό, δυο γυναίκες με μαύρα στο τραπεζάκι του καφενείου κουβέντιαζαν. Περπατώ στα στενά, τα περισσότερα είναι αδιέξοδα, αρμολογημένα τα πιο πολλά σπίτια και οι δυο-τρεις ξενώνες κλειστοί αυτή την εποχή. Τριγυρίζω περιμετρικά στο χωριό, ακόμη είναι εμφανές το τοίχος που σχημάτιζαν οι εξωτερικοί τοίχοι των σπιτιών. Κάποιος πλύνει τα μαστίχια του, απέξω είναι δεμένο το γαϊδούρι του. Μια ηλικιωμένη περπατά με δυσκολία υποβασταζόμενη από μια νεώτερη γυναίκα. Ένας γέρος κάθετε σε ένα πεζούλι.
"Ποιός είσαι και που πας;" με αιφνιδιάζει με δυνατή φωνή
Οστεώδης με κρεμασμένα χείλη και σίγουρος για τον εαυτό του, ξεκίνησε αμέσως ένα μακρύ μονόλογο: "... ομεγαλύτερος τρομοκράτης είμαι, μπορώ να φτιάξω μπόμπες και να τους κάψω όλους γιατί είμαι και χημικός. Δεκαεννιά επαγγέλματα έχω αλλάξει, χημικός, οικοδόμος, φούρναρης, αγρότης... στη γέμιση του φεςγγαριού φυτεύουμε, μπογιάζουμε, και στο λίος κάμνομε άλλες δουλειές, ρίχτομε τσιμέντα στις οικοδομές... α, ήρτε η χαμένη με το ψωμί, και πες στο χωριανό σου το ρουφιάνο το δικηγόρο εμένα να με φοβάται" έφυγε με γρήγορο βήμα προς το άσπρο φορτηγάκι της φουρνάρισσας.
Πιο πέρα ήταν το ελαιοτριβείο, δυο γυναίκες καθισμένες στις καρέκλες σαν παλιά φωτογραφία, στο βάθος τα μηχανήματα. Χρησιμοποιούσαν ακόμη "πετσέτες"! είχα να δω πολλά χρόνια. 
"Α, τις ξέρεις" μου λέει ο ιδιοκτήτης, "το καλύτερο λάδι βγαίνει εδώ, οικολογικό! Να εκεί πάνω από το γραφείο πήγαινε, τράβηξε τα δυο κάδρα, αυτοί το 1923 άνοιξαν το ελαιοτριβείο".

μεστά
Συννεφιά και ησυχία στο χωριό, από το μεγάλο άσπρο αυτοκίνητο μεταφέρονται γάλατα και γιαούρτια με καρότσι στα μαγαζιά της πλατείας. 
Εδώ ήρθε πολύ νωρίς η αρχαιολογική υπηρεσία. Όλα τα σπίτια είναι χωρίς σοβά και αρμολογημένα. Παντού η ίδια σκληρή σκουρόχρωμη πέτρα. Καμιά δεκαριά σπίτια διάσπαρτα στον ιστορικό οικισμό είναι ξενώνες. Τριγυρίζω, μετά από μια ώρα περίπου, νιώθω δυσφορία από την κλειστότητα του χώρου και την ομοιομορφία της πέτρας. Εύκολα λες σωστή η προστασία και η αυστηρότητα της αρχαιολογικής υπηρεσίας, αλλά ο χώρος αποστειρώνεται, γίνεται άχρονος, οι τωρινοί κάτοικοι δεν αφήνονται να αφηγηθούν τη δική τους, μπορεί κακόγουστη αλλά αληθινή ιστορία, να καταγράψουν το δικό τους βιωμένο χώρο και χρόνο. Μπορεί οι τεχνικές και διακοσμητικές τους επιλογές να είναι φτηνές και κιτς, όπως συμβαίνει στους άλλους οικισμούς, αλλά αποπνέουν ζωή και τους εκφράζουν. Εδώ δεν υπάρχουν περιθώρια. Ίδια πέτρα, ίδια αρμολόγηση, συντηρεί ένα εντυπωσιακό αλλά άχρονο και αποστειρωμένο σκηνικό, μάλλον ψεύτικο, γιατί ποτέ δεν πρέπει να ήταν έτσι ο οικισμός. Φυσικά επισκέψιμο και φωτογραφήσιμο καταναλώνεται εύκολα, αλλά αδύναμο να δημιουργίσει νέες αφηγήσεις.
Στην είσοδο απέναντι από το καλαίσθητο μαγαζί με τα χιώτικα προϊόντα μια τσιγγάνα στήνει πάγκο με "λευκά είδη".





































































































Δεν υπάρχουν σχόλια: